- φυγάδων
- φυγάςone who fleesmasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AZOTUS — I. AZOTUS Stephanus Α῎ζωιος, πόλις Παλαιςτίνης, ταύτην ἔκτισεν εἷς τῶ ἐπανελθόντων ἀπ᾿ Ε᾿ρυθρᾶς θαλάςςης φυγάδων, καὶ ἀπὸ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Α῎ζας Ἁ῎ζαν᾿ ὠνόμασεν, ὅ ἐςτι χίμαιραν ἥν Α῎ζωτον μετέφρασαν, ubi φυγάδας Phoenices intelligit, quos e… … Hofmann J. Lexicon universale
POLA — Istriae munita civitas (ubi Polaticus sinus, qui et Flanaticus. Vulgo Il Carnero, quod ibi nautae periclitentur, et Polaticum Promuntorium, de quo Steph.) quondam a Colchis condita, sed postea facta Colonia Romanorum. Mela, l. 2. c. 3. Pietas… … Hofmann J. Lexicon universale
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
φυγαδεία — και φυγαδείη, ἡ, ΜΑ [φυγαδεύω] φυγή, εξορία αρχ. 1. δραπέτευση («καὶ φυγαδεῑαι δούλων γίνονται ἐν μέσῳ αὐτῆς», ΠΔ) 2. σώμα ή πλήθος φυγάδων … Dictionary of Greek
φυγαδικός — ή, όν, Α [φυγάς, άδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγάδα («φυγαδικὴ νῆσος», Πλούτ.) 2. (το αρσ. στον πληθ. ή το ουδ. στον εν. ως ουσ.) oἱ φυγαδικοί ή τὸ φυγαδικόν οι φυγάδες. επίρρ... φυγαδικῶς Α κατά τον τρόπο τών φυγάδων … Dictionary of Greek